- Ἀλκινάδας
- Ἀλκινάδᾱς , Ἀλκινάδαςmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αλκινάδας — (5ος αι. π.Χ.)Ένας από τους Λακεδαιμονίους που έλαβαν μέρος στην υπογραφή της ανακωχής που έγινε μετά τα πρώτα δέκα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου … Dictionary of Greek